Τα πρώτα νομίσματα με την μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή τα εύχρηστα μικρά μεταλλικά κέρματα, κατασκευάστηκαν στη Λυδία της Μικράς Ασίας, τον 7ο αιώνα π.Χ., σε ένα πλούσιο και ακμάζον κράτος.
Παρ’ όλο όμως που οι ιστορικοί αποδίδουν την επινόηση του νομίσματος στους Λύδιους, όλοι συμφωνούν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν εκείνοι που διέδωσαν την εφεύρεση, πιθανότατα γιατί το βασίλειο της Λυδίας εξαφανίστηκε από το 546 π.Χ., όταν καταλήφθηκε από τους Πέρσες.
Τα πρώτα νομίσματα
Κάποιοι επιστήμονες κάνουν λόγο για ένα πρώτο νόμισμα δεδομένου ότι τα κράτη και οι ναοί αρχίζουν να σφραγίζουν μεταλλικές πλάκες. Δεν πρόκειται απλώς για την χάραξη ενός μετάλλου που δηλώνει τον ιδιοκτήτη του ή για τον προσδιορισμό του βάρους, αλλά για να αποδοθεί ένα είδος νόμιμης αξίας στην πλάκα που επισφραγίζεται. Η αρχή εγγυάται για την ακρίβεια του βάρους, κυρίως όμως για τη γνησιότητα του μετάλλου ή του κράματος.
Στα μέσα του 7ου αιώνα κάνει την εμφάνισή του αυτό το οποίο μπορούμε πραγματικά να θεωρήσουμε νόμισμα, τα μικρά σφαιρίδια, επισφραγισμένα στη μία πλευρά τους. Αρχικά η επιφάνειά τους ήταν λεία χωρίς κάποιο σημάδι και έβγαιναν σε σειρές με βάση την αξία τους. Στη συνέχεια, άρχισαν να εμφανίζονται αυλακώσεις και ένα κοίλωμα, στην μία κυρίως πλευρά, του οποίου η ταυτότητα είναι δύσκολο να να αναγνωριστεί, ενώ παράλληλα τα σφαιρίδια αρχίζουν να πλαταίνουν.
Ενώ το σφαιρίδιο αρχίζει να παίρνει επίπεδη μορφή, εμφανίζονται τα αυθεντικά νομισματικά σύμβολα που απεικονίζουν βασιλιάδες της Λυδίας ή τις ελληνικές παράκτιες πόλεις με συμβολισμούς, όπως η φώκια για τη Φωκίδα, ένα λιοντάρι για τη Μίλητο κ.ο.κ. Οι πρώτες εκδόσεις γίνονται από φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου, το ήλεκτρον, το οποίο βρίσκεται αυτούσια στη Μικρά Ασία. Οι εκδόσεις συμπεριλαμβάνουν μια σειρά από κέρματα του ίδιου βάρους, τα οποία κόβονται από το ίδιο μέταλλο. Αυτή η αντιστοιχία συνοδεύεται από την εγγύηση του κράτους. Τα μικρά κέρματα της ίδιας σειράς που χαράσσονται με τα πρόσωπα των βασιλιάδων της Λυδίας φημίζονται ότι έχουν το ίδιο βάρος και την ίδια αξία: η βασιλική ένδειξη είναι εγγύηση.
Οι τεχνίτες νομισματοποιοί, χτυπούσαν με ειδικά έγγλυφα (εσώγλυφα) μεταλλικά καλούπια πάνω σε ένα προζυγισμένο βώλο μετάλλου (σαν μία μικρή πίττα από μέταλλο), και δημιουργούσαν ανάγλυφη την παράσταση του νομίσματος. Αυτή ήταν η κυριότερη μέθοδος για την κατασκευή των νομισμάτων, σε όλη τη διάρκεια της κλασσικής αρχαιότητας, και της Ρωμαϊκής περιόδου. Τα νομίσματα αυτά ονομάζονταν «παιστά» που θα πει «χτυπητά» Ο τρόπος κατασκευής νομισμάτων των πόλεων της Μικράς Ασίας, επεκτάθηκε σταδιακά και επικράτησε, και στον κυρίως Ελληνικό χώρο. Η σημερινή παραγωγή των μεταλλικών νομισμάτων στηρίζεται τεχνικά στην ίδια αρχή, που χρησιμοποιείται επί αιώνες, δηλαδή στην δημιουργία ανάγλυφου πάνω σε ένα μικρό στρογγυλό κομμάτι μέταλλο. Σήμερα η δουλειά αυτή γίνεται με ταχύτητα και ακρίβεια, με την χρήση της αυτόματης ηλεκτροκίνητης πρέσας.
Νομισματική μονάδα στην Ελλάδα ήταν η δραχμή. Πολλαπλάσιο της δραχμής (x 100), ήταν η μνα. Υποδιαίρεση της δραχμής (: 6) ήταν ο οβολός. Σε παλαιότερες εποχές, όπως στην εποχή του Κρητομηκυναϊκού πολιτισμού, για νόμισμα χρησιμοποιούσαν ένα ογκώδες και βαρύ αντικείμενο, το τάλαντο. Το τάλαντο ήταν συνήθως χάλκινο, ζύγιζε περίπου 25 κιλά, και το σχήμα του θύμιζε δέρμα ζώου.
Το σχήμα αυτό δεν ήταν τυχαίο, αν σκεφτούμε, ότι σε ακόμα παλαιότερες εποχές, σαν μονάδα ανταλλαγής και αποτίμησης των εμπορευμάτων ήταν η αξία ενός ζώου. Το τάλαντο παρέμεινε στους κλασσικούς χρόνους σαν μία μεγάλη νομισματική μονάδα, και αντιστοιχούσε σε 6000 δραχμές. Αυτό το τάλαντο δεν είχε υλική υπόσταση, αλλά ήταν ένα συμβατικό νόμισμα. Στην κλασσική εποχή κυρίαρχο νόμισμα ήταν το ασημένιο αττικό τετράδραχμο. Στο Βυζάντιο επί πολλούς αιώνες επικρατούσε ο χρυσός σόλιδος.
Το Ήλεκτρον
Συνήθως η λέξη ήλεκτρον αναφέρεται στο κεχριμπάρι. Σε αυτό το λήμμα θα αναφερθούμε στη δεύτερη σημασία της λέξης. Ήλεκτρον ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες ένα κράμα χρυσού και αργύρου, το οποίο εύρισκαν αυτούσιο στα μεταλλεία, ή το παρασκεύαζαν στα εργαστήρια τους. Το κράμα αυτό ήταν ήδη γνωστό στους Αιγυπτίους που το χρησιμοποιούσαν για να χυτεύουν αντικείμενα, αλλά και υπό μορφή φύλλου, κάλυπταν με αυτό κάποιες επιφάνειες.
Το κράμα αυτό οι Αιγύπτιοι το ονόμαζαν «ασέμ». Η λέξη μοιάζει με την λέξη ασήμι, αλλά τα ετυμολογικά λεξικά δίνουν άλλη ετυμολογία για την λέξη ασήμι. Το χρώμα του ήλεκτρου ήταν ανοιχτό κίτρινο. Το χρώμα αυτό όμως διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περιεκτικότητα του κράματος σε χρυσό. Η περιεκτικότητα στα αυτοφυή κράματα ήλεκτρου ήταν 70% – 90% σε χρυσό. Το τεχνητό ήλεκτρο που χρησιμοποιούσαν στη Λυδία της μικράς Ασίας, ήταν περίπου 45% χρυσός.
Ο βασιλιάς της Λυδίας Αλυάττης, πατέρας του Κροίσου, κατασκεύασε τον 7ο αι. π.Χ., νομίσματα από ήλεκτρο τα οποία έφεραν κεφαλή λέοντος ή ταύρου. Τα νομίσματα αυτά, ονομάζονταν στατήρες, με τις υποδιαιρέσεις και τα πολλαπλάσια τους. Το ήλεκτρον για τα νομίσματα το συνέλεγαν από τις όχθες του ποταμού Πακτωλού που βρισκόταν στην Λυδία. Τα νομίσματα αυτά θεωρούνται τα πρώτα νομίσματα της παγκόσμιας ιστορίας.
Το ήλεκτρο χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή νομισμάτων μέχρι την Βυζαντινή εποχή. Οι αυτοκράτορες Κομνηνοί κατασκεύασαν νομίσματα από ήλεκτρον και όχι από καθαρό χρυσό, λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Στην αρχαία βιβλιογραφία το ήλεκτρον ονομάζεται και χρυσίον Κυζηκινόν, ή χρυσίον Φωκαϊκόν. Στη βίβλο επίσης αναφέρεται, στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ, «και ιδού πνεύμα εξαίρον ήρχετο από βορρά, και φέγγος κύκλω αυτού και πύρ εξασατράπτον, και εν μέσω αυτού ως όρασις ηλέκτρου εν μέσω του πυρός» Ο Ηρόδοτος το αναφέρει σαν «λευκός χρυσός». Σήμερα ο λευκός χρυσός που χρησιμοποιούμε, περιέχει χρυσό, άργυρο και παλλάδιο.
Η κρατική νοθεία
Το φυσικό κράμα χρυσού-αργύρου που περισυνέλλεγαν από τον Πακτωλό ποταμό υπερίσχυε σε χρυσό απ’ ότι σε άργυρο, σε μία αναλογία 20% περίπου. Αυτή την αναλογία συναντάμε στα νομίσματα του Κροίσου, γύρω στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Η αναλογία όμως των παλαιότερων νομισμάτων που κυκλοφορούσαν υπό την ηγεμονία του προκατόχου του Κροίσου, του Αλυάττη, έχουν μία πολύ διαφορετική αναλογία σε χρυσό και ασήμι, που κυμαίνεται μεταξύ 52 και 55% χρυσού, έναντι 43 και 46% σε ασήμι, ενώ το υπόλοιποι αποτελείται από χαλκό ή άλλα μέταλλα.
Παρατηρούμε λοιπόν μία μεγάλη διαφορά από το φυσικό κράμα, γεγονός που μας οδηγεί στη σκέψη ότι οι τεχνίτες του βασιλιά θα πρέπει να το είχαν δημιουργήσει αποσκοπώντας σε ένα καινούρια κράμα, λιγότερο πλούσιο σε χρυσό, ενώ ήδη το ασήμι κόστιζε τουλάχιστον 10 φορές λιγότερο από τον χρυσό. Από εκεί πηγάζει και το συμπέρασμα του μεγάλου δασκάλου της Ελληνικής Νομισματολογίας, του Ζορζ Λε Ριντέρ, ότι η εφεύρεση του νομίσματος συνοδεύεται από την αρχή της δημιουργίας του, από την κρατική νοθεία.
Ο βασιλιάς επέβαλε μία νόμιμη αξία σε κάθε ένα σφαιρίδιο ήλεκτρου, η οποία ήταν ανάλογη με το βάρους του, όχι όμως κι με τη σύνθεση του αυθεντικού κράματος. Παλαιότερα, όταν κάποιος έπρεπε να εξοφλήσει ένα χρέος 14.30 γρ. ήλεκτρου, έδινε στον πιστωτή του 14,30 γρ. γνήσιου ήλεκτρου, το οποίο ζύγιζαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, όποια κι αν ήταν η μορφή του μετάλλου. Κατόπιν τούτου, ο βασιλιάς έδινε την εγγύηση του ότι κάθε νόμισμα που έφερε την σφραγίδα του ήταν γνωστό ότι ζύγιζε 14,30 γρ.
Λίγο πριν αρχίσει όμως η κυκλοφορία του μετάλλου, αντικαθιστούσε ένα μέρος χρυσού με ένα μέρος αργύρου, δημιουργώντας έτσι ένα κράμα που του στοίχιζε φθηνότερα. Με τη νοθεία αυτή, ο βασιλιάς κρατούσε για τον εαυτό του την διαφορά από την πραγματική αξία του μετάλλου και την αξία του νομίσματος. Παράλληλα όμως ο Αλυάττης, χωρίς να το ξέρει ή να το επιδιώκει, θεμελίωσε την ίδια την ιδέα του νομίσματος: τα κέρματα μπορεί να φθαρούν, το κράμα να ποικίλλει, τα νομίσματα όμως του εκάστοτε είδους θεωρούνται όλα ισοδύναμα, χωρίς να χρειάζεται να τα ζυγίσεις ή να τα αξιολογήσεις.
Η Λυδία Λίθος
Η φράση «λυδία λίθος» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει τρόπο δοκιμασίας, ελέγχου, εξακρίβωσης. Στην κυριολεξία η πέτρα από την Λυδία, πόλη στα παράλια της Μικράς Ασίας, ήταν ένα εργαλείο με το οποίο εξακρίβωναν τη γνησιότητα των πολύτιμων λίθων. Η λυδία λίθος ή «λυδία πέτρη», όπως αποκαλούταν στην αρχαιότητα, ήταν ένα σκληρό μαύρο πέτρωμα που υπήρχε σε αφθονία στην περιοχή της Λυδίας, απ΄ όπου πήρε και το όνομα της. Επρόκειτο για ένα είδος βασάλτη το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες εισήγαγαν προκειμένου να χρησιμοποιήσουν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ήταν αριστοτέχνες στο εμπόριο και έκαναν καινοτομίες και διακρατικές συναλλαγές. Η λυδία λίθος αποτελούσε ένα από τα βασικότερα εργαλεία τους.
Το πέτρωμα αυτό διαθέτει μια πολύ περίεργη ιδιότητα. Όταν τρίβεται πάνω του ένα κομμάτι χρυσού, χαράζεται στο σώμα του ένα ίχνος συγκεκριμένου χρώματος. Αν αντί για καθαρό χρυσό τριφτεί πάνω στην πέτρα κάποιο κράμα που περιέχει χρυσό, τότε το ίχνος έχει διαφορετικό χρώμα. Όσο περισσότερο χρυσό περιέχει το κράμα τόσο πιο έντονο είναι το χρώμα της χαρακιάς. Οι αρχαίοι Έλληνες λοιπόν, μέσω της λυδίας λίθου, είχαν ανακαλύψει τον τρόπο να μετρούν αυτά που σήμερα ονομάζουμε καράτια, υπολογίζοντας αντίστοιχα και την αξία του κράματος.
Η πέτρα αυτή δεν παρείχε μόνο έναν ασφαλή τρόπο εντοπισμού των κάλπικων χρυσών νομισμάτων, βοηθούσε επίσης στον καθορισμό της ισοτιμίας ανάμεσα στα εκατοντάδες νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον αρχαίο κόσμο, πράγμα απαραίτητο στο διακρατικό εμπόριο. Εκείνη την περίοδο συνυπήρχαν εκατοντάδες πόλεις-κράτη, αλλά και μεγάλες αυτοκρατορίες- από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι τη Μεσοποταμία κι από το βάθος της Αιγύπτου ως τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Κάθε κράτος και κρατίδιο, κάθε βασιλιάς και ηγεμόνας, αναμείγνυε διαφορετικές δόσεις χρυσού ή ασημιού στο κράμα του νομίσματος του.
Αν και κατά την κλασική περίοδο κυκλοφορούσαν επίσης κοινής αποδοχής νομίσματα, όπως η γλαυξ των Αθηνών, οι δαρεικοί των Περσών ή οι στατήρες της Κυζίκου, συνήθως ο κάθε έμπορος χρησιμοποιούσε τα νομίσματα της δικής του πόλης στις συναλλαγές του. Το έργο του υπολογισμού της ισοτιμίας όλων αυτών των νομισμάτων αναλάμβαναν επαγγελματίες εκτιμητές, παρατεταγμένοι μπροστά στα τραπεζάκια τους σε κάθε εμπορική στοά ή προβλήτα λιμανιού. Το συγκεκριμένο είδος αργυραμοιβού εμφανίστηκε πρώτα στον Πειραιά, το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου κατά την κλασική περίοδο, απ’ όπου περνούσαν όλα τα εμπορεύματα και όλοι οι έμποροι του γνωστού τότε κόσμου.
Οι έμποροι απευθύνονταν στον αργυραμοιβό, ο οποίος τρίβοντας τα νομίσματα στη λύδια λίθο, καθόριζε με ακρίβεια την περιεκτικότητα τους σε χρυσό άρα και την αξία τους. Άλλοτε ο αργυραμοιβός πληρωνόταν για την πιστοποίηση των νομισμάτων, ώστε να μην κλέβει ο ένας έμπορος τον άλλον, συχνά όμως τα αντάλλασσε ο ίδιος με άλλα νομίσματα, αποκομίζοντας σημαντικό κέρδος. Από εκεί προέρχεται και μια από τις αμφιλεγόμενες ονομασίες της εποχής μας, ο «τραπεζίτης», αυτός δηλαδή που κάθεται μπροστά από το τραπέζι.
Η λύδια λίθος λοιπόν συνέβαλε στο εμπόριο της αρχαιότητας και διασώθηκε στις μέρες μας ως έκφραση με την ίδια ακριβώς σημασία. Ως λύδια λίθος θεωρείται το δοκιμαστήριο πάνω στο οποίο πιστοποιείται η γνησιότητα και η πραγματική αξία ενός πράγματος που δοκιμάζεται.