Μια ιστορία από έναν πιτσιρικά που ανακάλυψε μια σπηλιά, σε μικρότερη ηλικία και τον έτρωγε το μυστήριο. Ο μικρός Κώστας πίστευε, ότι εκεί κρυβόταν ένας μεγάλος θησαυρός. Όσο μεγάλωνε τόσο βασανιζόταν να τον ανακαλύψει. Είχε πάει με έναν ανιχνευτή μετάλλων και χρυσού, που είχε αγοράσει και έψαξε αλλά δεν κατάφερε να βρει τίποτα. Έτσι απευθύνθηκε σε μια ομάδα ερευνητών χρυσοθήρων με επαγγελματικό εξοπλισμό, μηχανήματα, ραβδοσκοπικά όργανα και ανιχνευτές μετάλλων τελευταίας τεχνολογίας, για να λυθεί το μυστικό που βασάνιζε τον μικρό και την οικογένεια του.
Η επαγγελματική ομάδα που ερεύνησε δεν είχε κάποιες ενδείξεις για θησαυρό, αλλά μαγεύτηκε από τη σπηλιά, που τους οδήγησε ο μεγάλος πλέον Κώστας και εντυπωσιάστηκαν από τις τοιχογραφίες και τα σημάδια που υπήρχαν εκεί. Η σπηλιά είχε μεγάλο βάθος, η διαδρομή της ήταν περίπου 2 χλμ. κάτω από τη γη. Επιπρόσθετα, η ομάδα βρήκε δωμάτια, σκαλοπάτια, τα οποία οδηγούσαν σε σήραγγες, που επικοινωνούσαν η μια με την άλλη. Βέβαια υπήρχαν και μεγαλύτεροι χώροι που κάποιοι άνθρωποι τους χρησιμοποιούσαν για να συνεδριάζουν από τα αρχαία χρόνια, τα ρωμαϊκά, τα βυζαντινά έως την Τουρκοκρατία.
Η ομάδα έριξε κάποιες πέτρες σε δυσπρόσιτους χώρους και ο ήχος τους δεν ακούστηκε ποτέ. Ήταν λες και βρισκόσουν σ’ένα λαβύρινθο, ο οποίος δεν είχε τελειωμό. Ο χώρος είχε πολλά επίπεδα, η ομάδα κατέβηκε 17 σκαλοπάτια, άλλα 8 και έπειτα είχε ακόμα 5. Εκεί υπήρχαν ανάγλυφα πετρώματα, ομοιώματα και από αυτά φαίνεται, ότι κατοικούσαν άνθρωποι με αγάπη για την τέχνη. Η ομάδα δεν έκανε περισσότερες έρευνες, γιατί μαγεύτηκε από τις τοιχογραφίες που υπήρχαν μέσα στη σπηλιά και τα σύμβολα. Ο Πολατίδης με μεγάλη ευθύνη διέταξε την ομάδα να σταματήσει την έρευνα, διότι ότι έφτιαξε ο χρόνος και οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί ήθελε να μείνουν αναλλοίωτοι στο χρόνο. Ο Πολατίδης δεν ήθελε να δείξει περισσότερα και έκλεισε την κάμερα για ευνόητους λόγους.