ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
του Μιχάλη Ναβελίδη Αν. καθηγητή Α.Π.Θ.
Στη φύση ο χρυσός εντοπίζεται κυρίως αυτοφυής και λιγότερο υπό μορφή ενώσεων.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα φυσικό κράμα που μπορεί να περιέχει σημαντικές περιεκτικότητες σε άργυρο ή/και χαλκό. ‘Oταν οι περιεκτικότητες σε άργυρο υπερβαίνουν το 25% ονομάζεται ήλεκτρο και όταν η περιεκτικότητά του σε χαλκό είναι πάνω από 20% ονομάζεται χαλκούχος χρυσός.
Σε πολύ μικρές ποσότητες ο αυτοφυής χρυσός περιέχει και άλλα μεταλλικά στοιχεία όπως όσμιο, ιρίδιο, παλλάδιο, λευκόχρυσο, ρουθένιο, ρόδιο καθώς επίσης αντιμόνιο, βισμούθιο ή υδράργυρο.
Στον Ελλαδικό χώρο ο χρυσός εντοπίζεται, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα έρευνές μας, κυρίως αυτοφυής.
Τα προσχωματικά κοιτάσματα έχουν χαμηλότερες περιεκτικότητες σε άργυρο (κάτω από 10%) και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χρυσός μέσα στα ποτάμια μεταφέρεται και με τον τρόπο αυτό έχουμε έναν φυσικό εμπλουτισμό των κόκκων σε χρυσό και μία φυσική απομάκρυνση του αργύρου τους. Όσο μεγαλύτερη επομένως είναι η απόσταση μεταφοράς του κόκκου χρυσού από την αρχική πηγή του, τόσο πιο καθαρός σε χρυσό είναι αυτός. Αυτό αποτελεί ένα σχετικά καλό κριτήριο για τον προσδιορισμό της πηγής προέλευσης του.
Αυτοφυής απαντά ο χρυσός επίσης σε μεταλλεύματα σιδήρου, χαλκού και αρσενικού με περιεκτικότητες σε άργυρο 18%.
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ο χρυσός εντοπίζεται στον Ελλαδικό χώρο και υπό μορφή ενώσεων του τελλουρίου
ή του βισμούθιου.
Τα κοιτάσματα χρυσού στην Ελλάδα βρίσκονται κυρίως στο χώρο της Μακεδονίας και Θράκης (που αποτελείται
από χρυσά κοιτάσματα από την μια μεριά στα σύνορα της Ελλάδας: Ορεστιάδα, Διδυμότειχο, Αλεξανδρούπολη,
Τραιανούπολη, Σουφλί, Βύσσα, Φέρες, και παραπέρα Κομοτηνή, Σάπες, Ξάνθη, Ίασμος, Σταυρούπολη, Κομνηνά,
Γαλάνη, Προσκυνητές, Καβάλα, Χρυσούπολη, Ελευθερές, Κεραμωτή, Δράμα, Καλαμπάκι, Ελευθερούπολη,
Δοξάτο, Προσοτσάνη). Στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουμε μεμονωμένες εμφανίσεις στα νησιά Εύβοια, Σίφνο, Μήλο,
Σάμο και Λέσβο.
Στην Αν. Μακεδονία έχουμε χρυσό στον Ποταμό Νέστο, στις περιοχές Παλιάς Καβάλας – Φιλίππων, στη νήσο
Θάσο, στο όρος Παγγαίο, στον Αγγίτη ποταμό, στο Μενοίκιο (Αλιστράτη), στην περιοχή Στρυμόνα (Νιγρίτα-
Χείμαρρο), Βροντού, Νευροκόπι και Άγκιστρο.
Αναφορές σχετικά με την εκμετάλλευση χρυσού κατά την αρχαιότητα έχουμε από πολλούς συγγραφείς.
Ο Όμηρος αναφέρει αρχαία εκμετάλλευση χρυσού για την περιοχή βόρεια της Μαρώνειας.
Από τον Ηρόδοτο και Αριστοτέλη γίνεται αναφορά για την εκμετάλλευση χρυσού στον Εχέδωρο ( σημερινό
Γαλλικό ), την αρχαία Παιονία και για τα μεταλλεία στο Δίσωρο.
Μια άλλη γνωστή θέση από την αρχαιότητα είναι σύμφωνα με τον Στράβωνα η περί τον Στρυμόνα περιοχή. Εδώ
θα αναφέρω ότι εντοπίσαμε αρχαία μεταλλευτική δραστηριότητα κοντά στην Αμφίπολη καθώς επίσης και στην
περιοχή Νιγρίτας και του Χειμάρρου.
Φωτογραφίες:
1. Προσχωματικός χρυσός
2. Κάθετη μέθοδος προσπέλασης ( Σκαπτή Ύλη )
Ότι αφορά το Παγγαίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς: Ηρόδοτος, Eυρυπίδης, Θουκυδίδης,
Ξενοφώντας και άλλους μεταγενέστερους. Ο Στράβων μας λέει χαρακτηριστικά <<Το ίδιο το Παγγαίο έχει
μεταλλεία χρυσού και αργύρου καθώς και όλη η περιοχή που βρίσκεται στην πεδιάδα του Στρυμόνα έως την
Παιονία >>. Θα πρέπει να αναφέρω ότι οι μέχρι τώρα αρχαίες εργασίες που επισκεφτήκαμε π.χ στην περιοχή
Νικήσιανης , Οφρινίου, Μουσθένης κ.λ.π. δεν ανταποκρίνονται στη φήμη αυτή του Παγγαίου ως μεγάλου
μεταλλευτικού κέντρου Εξέχουσα θέση στην αρχαία ελληνική γραμματεία έχουν τα μεταλλεία χρυσού της Θάσου
και της Σκαπτής Ύλης.
Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρουν ότι ο σημαντικότερος παράγων του πλούτου
και της ανάπτυξης της Θάσου κατά την αρχαιότητα ήταν η << πρόσοδος από τα μεταλλεία της νήσου και της
αντίπερα Θράκης. Την εποχή του Ηροδότου η πρόσοδος αυτή από τα μεταλλεία της Θάσου και της σκαπτής Ύλης
ανέρχονταν σε 200 Τάλαντα ετησίως σε καλές χρονιές ανέρχονταν αυτή στα 300 ( υπενθυμίζουμε ότι 1 Τάλαντο
ισοδυναμεί με 26,2 Kg σε αντίστοιχο του αργύρου). Από αυτά τα 80 προέρχονταν από τα μεταλλεία της Σκαπτής
Ύλης.
Πράγματι στη Θάσο, η οποία μελετήθηκε συστηματικά στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής τα αρχαία
μεταλλεία χρυσού εντοπίζονται στην περιοχή, Παλαιοχώρι και Κλισήδι σε υψόμετρο 200 έως 600 μέτρων μεταξύ
Αινύρων και Κοινύρων απέναντι από τη Σαμοθράκη, όπως ακριβώς περιγράφει ο Ηρόδοτος, αλλά και κάτω από την
ακρόπολη της Θάσου.
Στα Κοίνυρα έχουμε ένα κοίτασμα προσχωματικού χρυσού μέσα σε σύγχρονα καρστικά έγκειλα του δολωμιτικό
μαρμάρου, το οποίο έτυχε έντονης εκμετάλλευσης. Η αναφορά του Ηροδότου ότι ένα ολόκληρο βουνό είναι
ανεστραμμένο είναι πράγματι αλήθεια. Θα πρέπει να πούμε ακόμη ότι παρόμοιος τύπος κοιτάσματος δεν έχει
περιγραφεί μέχρι σήμερα στη βιβλιογραφία.
Κάτω από την Ακρόπολη της Θάσου έχουμε ένα σύστημα στοών μήκους 300 περίπου μέτρων που φθάνει κάτω από
το επίπεδο της Θάλασσας. Τα χρυσοφόρα στρώματα βρίσκονται στην επαφή Μαρμάρου και κατώτερου γνευσίου.
H Σκαπτή Ύλη ήταν γνωστή στην αρχαιότητα όπως παραπάνω αναφέραμε για τις ποσότητες χρυσού από τα μεταλλεία
τους και για τη σύνδεσή της με τον ιστορικό Θουκυδίδη.
Το ερώτημα σχετικά με την ακριβή θέση των μεταλλείων της Σκαπτής Ύλης, αναζητήθηκε και συζητήθηκε
επανειλημμένα από παλαιότερους ερευνητές. Μερικοί υποστηρίζουν ακόμη ότι αυτά βρίσκονται στο όρος Παγγαίο.
Σύμφωνα με τις δικές μας συστηματικές έρευνες πιστεύουμε, ότι ο Ηρόδοτος αναφερόταν στην περιοχή βόρεια και
ανατολικά της πόλης της Καβάλας όπου εντοπίζονται, ένας μεγάλος αριθμός εμφανίσεων χρυσοφόρου και
αργυρούχου μεταλλεύματος
Η άποψή μας αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με νεώτερες αρχαιολογικές έρευνες σύμφωνα με τις οποίες η Θασιακή
Περαία περιορίζετε στο Σύμβολο όρος και στο νότιο τμήμα της οροσειράς της Λεκάνης.
Οι έρευνές μας στην πλούσια σε μετάλλευμα, μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα περιοχή παλιάς
Καβάλας άρχισαν από το 1984, στα πλαίσια ενός ευρύτερου προγράμματος για την αρχαία εκμετάλλευση χρυσού
και αργύρου στον Ελλαδικό χώρο, λίγο μετά τον εντοπισμό και την ολοκλήρωση της έρευνας του πρώτου σκέλους
της αναφοράς του Ηροδότου σχετικά με τα αρχαία μεταλλεία χρυσού της Θάσου. Το πρόγραμμα αυτό χρηματοδοτείται
από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας Τεχνολογίας και την Επιτροπή Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης.
Η μεταλλευτική αυτή περιοχή στην οροσειρά της Λεκάνης ήταν όπως προκύπτει από παλαιότερες και τις δικές μας
συστηματικές έρευνες αντικείμενο εντατικής μεταλλευτικής δραστηριότητας. Σε μια επιφάνεια περίπου 100 Km2
εντοπίζονται πάνω από 150 εμφανίσεις μεταλλεύματος τα οποία εκμεταλλεύτηκαν σύμφωνα με τις έρευνες μας
κατά την αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή και Οθωμανική εποχή και τον 20ο αιώνα.
Η εκμετάλλευση στην περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα ήταν προσανατολισμένη στην εξόρυξη του πλούσιου σε
χρυσό ή/και άργυρο μεταλλεύματος.
Το πόσο σημαντικό μεταλλευτικό κέντρο ήταν η περιοχή αυτή μας το δηλώνει εκτός από τον Ηρόδοτο και
Θουκυδίδη και ο Στράβωνας ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά:
<< Υπάρχουν πολλά μεταλλεία χρυσού στις Κρηνίδες όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη Φίλιπποι, κοντά στο
Παγγαίο όρος >>.
Καθώς επίσης ο Διόδωρος ο Σικελιώτης:
<< Ύστερα ήρθε ο Φίλιππος Β΄ στην πόλη Κρηνίδες την οποία αύξησε σε πληθυσμό και τη μετονόμασε σε
Φιλίππους και τα μεταλλεία χρυσού που ήταν εκεί λιτά και άδοξα έφτιαξε καινούρια ώστε να μπορεί να έχει προσόδους
πάνω από χίλια τάλαντα >>.
΄Ότι αφορά στα μεταλλεύματα της περιοχής Παλιάς Καβάλας αυτά είναι σύμφωνα με τις έρευνές μας συνδεδεμένα
με το κατώτερο τμήμα της σειράς μαρμάρων και εν μέρει με το ανώτερο τμήμα της σειράς γνευσίων. Διακρίνουμε
τρεις τύπους μεταλλοφόρων σωμάτων, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν κατά την αρχαιότητα.
Τον πρώτο τύπο αποτελούν σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα μέσα σε ανθρακικά πετρώματα με περιεκτικότητες
σε χρυσό μέχρι 26 ppm. Το δεύτερο τύπο σχηματίζουν σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα πλούσια σε μόλυβδο,
ψευδάργυρο και άργυρο, τα οποία εντοπίζονται επίσης μέσα στα ανθρακικά πετρώματα, με περιεκτικότητες σε άργυρο
μέχρι 2500 ppm. Ο τρίτος τύπος αναφέρεται σε χαλαζιακά σώματα πλούσια σε σιδηροπυρίτη και αρσενοπυρίτη καθώς
επίσης σε επιμηκυσμένα σώματα σιδηροπυρίτη-χαλκοπυρίτη, στην επαφή μαρμάρου/γνευσίου και στον γνεύσιο,
με περιεκτικότητες σε χρυσό μέχρι και 38 ppm.
Η χρονολόγηση της μεταλλευτικής δραστηριότητας σε προσχωματικά κοιτάσματα είναι πολύ δύσκολη, συχνά αδύνατη
και αυτό γιατί τα ίχνη σε τέτοιου είδους κοιτάσματα καταστρέφονται και χάνονται πολύ εύκολα. Το μόνο που
απομένει είναι σωροί από υπολείμματα έκπλυσης.
Σε αντίθεση με τα προσχωματικά κοιτάσματα τα ίχνη αρχαίας μεταλλευτικής δραστηριότητας διατηρήθηκαν μέχρι
σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση ιδιαίτερα σε υπόγειες εργασίες.
Με βάση τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά την τεχνική εξόρυξης και προσπέλασης, καθώς επίσης τα αρχαιολογικά
ευρήματα και τη χρήση των μεθόδων χρονολόγησης C14 και θερμοφωταύγιας , διακρίνουμε στα μέχρι τώρα
ερευνηθέντα μεταλλεία της Αν. Μακεδονίας περισσότερες φάσεις εκμετάλλευσης. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει αυτή της κλασσικής περιόδου.
Οι αρχαίες στοές έχουν κυρίως την χαρακτηριστική (κλασσική) τραπεζοειδή μορφή. Συχνή επίσης είναι η ορθογώνια
τομή όπως παρατηρήθηκε αυτή στα μεταλλεία Φιλίππων, της Σκαπτής Ύλης και της Ακρόπολης Θάσου. Οι διαστάσεις
των στοών έχουν πλάτος συνήθως 80cm και ύψος κατά μέσο όρο 90cm.
Παρόμοιες τομές μ’ αυτές των στοών παρατηρήθηκαν και σε φρεάτια, η λειτουργία των οποίων εξυπηρετούσε την
προώθηση του μεταλλεύματος και παράλληλα τις (ατμοσφαιρικές) συνθήκες εργασίας στους χώρους του μεταλλείου
(εξαερισμός κλπ).
Για την κατασκευή των στοών και φρεατίων χρησιμοποιούνταν κατά την κλασική αρχαιότητα δύο κυρίως τρόποι
προσπέλασης, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα γνωστοί από το Λαύριο. Η κάθετη και η οριζόντια.
Μία τρίτη μέθοδος προσπέλασης η οποία όμως χρησιμοποιούνταν και για την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος
ήταν η τοποθέτηση πυρράς όταν το πέτρωμα ήταν πολύ σκληρό.
Η μέθοδος εξόρυξης του χρυσοφόρου μεταλλεύματος γινόταν κατά την αρχαιότητα κυρίως με τη μέθοδο
εξοφλήσεων. Σε αντίθεση με τη μοντέρνα μέθοδο εκμετάλλευσης οι αρχαίοι κατά την προσπέλαση ακολουθούσαν
το μεταλλοφόρο σώμα. Με την εξόρυξη του μεταλλεύματος δημιουργούνταν συχνά εκτενείς ακανόνιστοι χώροι,
οι λεγόμενες εξοφλήσεις καθώς επίσης ένα λαβυρινθώδες σύστημα στοών.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για τη εξόρυξη και προσπέλαση ήταν κυρίως το κοπίδι και σφυρί.
Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν και ίχνη αξίνας. Για μαλακό υλικό γινόταν πιθανώς και χρήση τσάπας.
Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν όταν το μεταλλοφόρο στρώμα ήταν κεκλιμένο, η εκμετάλλευση να γίνεται σε
περισσότερα από ένα επίπεδα. Σε θέσεις από ανώτερα σε κατώτερα επίπεδα ή στην είσοδο σμιλευόταν κλιμακοστάσια.
Για τη στήριξη της οροφής οι αρχαίοι άφηναν στύλους ασφαλείας ή έκαναν τοιχία υποστύλωσης. Οι στύλοι
αποτελούνταν από το πέτρωμα που φιλοξενούσε το μετάλλευμα. Για την κατασκευή των τοιχίων υποστυλώσεις
χρησιμοποιούσαν κυρίως το στείρο υλικό μέσα από το μεταλλείο.
Ότι αφορά στο φωτισμό: Αυτός γινόταν με πυρσούς κυρίως όμως με λυχνίες ελαίου οικιακής χρήσης από πηλό
ή μολύβι. Για τις λυχνίες έσκαβαν κοιλώματα στον τοίχο μέσα στο πέτρωμα ή κατασκευαζόταν θέσεις από πηλό.
Μία σημαντική παρατήρηση σε αρχαίες μεταλλευτικές περιοχές, είναι ότι έξω από τα χρυσωρυχεία βρίσκουμε
συνήθως πολύ λίγο και γενικά μικρούς σωρούς εξορυγμένου υλικού, παρόλο που οι χώροι εξόρυξης στο μεταλλείο
συχνά είναι τεραστίων διαστάσεων.
Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η θραύση και ο διαχωρισμός του εξορυγμένου υλικού και πολλές φορές
ο εμπλουτισμός του μεταλλεύματος γινόταν μέσα στο μεταλλείο. Το στείρο υλικό το χρησιμοποιούσαν στην
κατασκευή των τοιχίων υποστυλώσεις αλλά και για να καλύψουν και για να κλείσουν επιμελώς χώρους που
δεν τους χρησιμοποιούσαν πλέον. Με τον τρόπο αυτό απόφευγαν το δύσκολο έργο μεταφοράς του στείρου υλικού
και γινόταν παράλληλα, θα λέγαμε σήμερα, η αποκατάσταση του περιβάλλοντος. (Θρησκευτικά αίτια, για να
εξυγιαίνουν τις πληγές της θεότητας της γης).
Η μέθοδος απόληψης προσχωματικού χρυσού γινόταν με τη γνωστή μέθοδο έκπλυσης με το σκαφίδι. Ακολουθούσε
χύτευση του βαρέως κλάσματος εφόσον ήταν απαραίτητο.
Συχνά γινόταν επιτόπου προσθήκη χαλκού στο τήγμα. Γεγονός που διαπιστώθηκε με σιγουριά σε δύο περιπτώσεις:
Για σιδηρομετάλλευμα ακολουθούσαν οι αρχαίοι την ίδια μέθοδο μετά από θραύση και άλεσμα του
μεταλλεύματος, ενώ για πολυμεταλλικά μεταλλεύματα υπάρχουν κάποιες ενδείξεις π.χ λιθάργυρος ότι γινόταν
πιθανώς με τη μέθοδο της κυπέλλωσης.