Η ΣΠΗΛΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
ΟΙ ΔΥΟ ΣΚΕΛΕΤΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΣΤΕΜΜΑ
(Σημειώσεις από την αφήγηση
ενός ηλικιωμένου αντάρτη-αγωνιστή)
Ήταν καλοκαίρι του 1876. Μετά τον άδικο χαμό σε νεαρή ηλικία του μεγάλου επαναστάτη Χρίστο Μπότεφ, από τούρκικο βόλι που τον βρήκε κατάστηθα. Μία μικρή ομάδα ανταρτών
από τρία άτομα περικυκλώθηκε από τούρκικο απόσπασμα σε μια τοποθεσία με τ’ όνομα Κρουσιόβιτσα (Κρούσεβο = Αχλαδοχώρι) για να μην πέσουν στα χέρια των τούρκων ζωντανοί. Για να γλυτώσουν τα φρικτά βασανιστήρια που τους περίμεναν, αναζητούσαν έντρομοι κάποιο μέρος να κρυφτούν. Για καλή τους τύχη στην αγωνιώδη προσπάθεια τους να σωθούν, χώθηκαν σε μια σχισμή βράχων που εντελώς τυχαία βρήκαν μπροστά τους.
Τα βόλια των τούρκων κτυπούσαν γύρω τους. Αυτοί κατάφεραν να προχωρήσουν μέσα στο στένωμα, όταν διαπίστωσαν ότι είχαν βρεθεί μέσα σε μία σπηλιά η οποία συνέχιζε. Απ’ έξω ακούγονταν δυνατές φωνές. Μετά μία έκρηξη. Οι τούρκοι είχαν ανατινάξει την είσοδο της σπηλιάς. Τους είχαν παγιδεύσει μέσα. Ήταν πλέον καταδικασμένοι να περιμένουν το τέλος τους. Πέρασε αρκετή ώρα και χωρίς να χάσουν το θάρρος τους άρχισαν να εξερευνούν γύρω τους μέσα στο σκοτάδι. Κάθε τρύπα που υπήρχε με την ελπίδα μήπως υπάρχει άλλη έξοδος, άλλος τρόπος διαφυγής. Για αρκετή ώρα προχωρούσαν μέσα σε μια στοά-λαβύρινθο. Με αγαλλίαση και ανακούφιση πρόσεξαν μερικές ακτίνες ήλιου να μπαίνουν από μια ρωγμή των βράχων. Προχώρησαν προς την κατεύθυνση τους που συνεχώς γινόταν εντονότερες. ‘Όταν έφτασαν είδαν ότι βρίσκονται σ’ ένα χώρο σαν δωμάτιο και μπροστά σε δύο ανθρώπινους σκελετούς, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Σε μικρή απόσταση υπήρχε ένα βασιλικό στέμμα και πολλά μπρούντζινα δοχεία γεμάτα με χρυσά νομίσματα και παραδίπλα ήταν τοποθετημένες όμορφα ένας σωρός με βέργες από ακατέργαστο χρυσάφι.
Πρώτη τους δουλειά ήταν να σιγουρέψουνε την έξοδο και μετά αφού πέταξαν ότι περίσσιο είχαν πάνω τους, φορτώθηκε ο καθένας όσα μπορούσε να κουβαλήσει. Όταν το φως της ημέρας έμπαινε γεμάτο πλέον στη σπηλιά είδαν ότι για να βγούνε έξω έπρεπε να διασχίσουν ένα μικρό ποταμάκι που περνούσε μπροστά από τα πόδια τους. Το ποτάμι αυτό χυνόταν σε ένα άλλο πολύ μεγαλύτερο και ακριβώς στην κορυφή απέναντι αντίκρισαν τα ερείπια ενός μοναστηριού και δύο γκρεμισμένες εκκλησίες.
Όταν έφτασαν σ’ αυτό το μέρος αποφάσισαν να χωρίσουν τραβώντας κάθε ένας για τα μέρη του. Την ιστορία και την περιπέτεια του στη σπηλιά διηγήθηκε ένας γέρος αντάρτης σε στρατιώτη που υπηρετούσε στα μέρη του στη διάρκεια του ευρωπαϊκού πολέμου.
Δεν ήξερε τι απέγιναν οι άλλοι σύντροφοι του και ότι αυτά που πήρε από τη σπηλιά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τον τεράστιο πλούτο που άφησαν πίσω. Η οθωμανική αυτοκρατορία είχε αρχίσει να καταρρέει. Πολλά κράτη που απελευθερώθηκαν άρχισαν να κάνουν τα δικά τους σύνορα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα Κλεάνθη Παναγιώτη Σαμαρά ”ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ”